- μητρομανής
- -ές(για γυναίκα) αυτή που πάσχει από μητρομανία, νυμφομανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μητρομανία, κατά τα σύνθ. σε -μανής (πρβλ. ερωτο-μανής, μυθο-μανής, πυρο-μανής). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.